Λαϊκότητα - Λαϊκισμός - Πατερναλισμός
πηγή:Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ιδρ. Τριανταφυλλίδη
λαϊκότητα: η ιδιότητα του
λαϊκού, αυτού που προέρχεται από το λαό, είναι δημιούργημά του, που απευθύνεται
στο λαό ή που τον εκφράζει: Tο πρόβλημα της λαϊκότητας της τέχνης παραμένει
σοβαρό. H ~ του νέου θεσμού θα δοκιμαστεί στην πράξη. [λόγ. λαϊκ(ός)
-ότης > -ότητα]
λαϊκισμός:
ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που
χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της
κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. O ~ στην
τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική
παράδοση. [λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]
πατερναλισμός:
προστατευτική στάση της εργοδοσίας απέναντι στους εργαζομένους και γενικότερα
του κράτους απέ να ντι στους πολίτες, η οποία αποβλέπει στον έμμεσο αλλά
απόλυτο έλεγ χο των διεκδικήσεών τους. [λόγ. < αγγλ. paternalism (-ism = -ισμός)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου